ομόπολος

ομόπολος
ὁμόπολος, -ον (Α)
(για σφαίρες ή για κύκλους) αυτός που έχει τους ίδιους πόλους με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -πολος (< πέλω / πέλομαι «διατελώ εν κινήσει, κατευθύνομαι), πρβλ. αμφί-πολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁμοπόλων — ὁμόπολος having the same poles masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπολοι — ὁμόπολος having the same poles masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοπολώ — ὁμοπολῶ, έω (Α) κινώ μαζί («ἐπιστατεῑ δὲ οὗτος ὁ θεὸς τῇ ἁρμονία ὁμοπολῶν αὐτὰ πάντα καὶ κατὰ θεοὺς καὶ κατ ἀνθρώπους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πολῶ, μέσω αμάρτυρου *ὁμοπόλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”